- φαγάνα
- η1. βυθοκόρος (βλ. λ.).2. εκσκαφέας (βλ. λ.).3. μτφ., πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα οποιουδήποτε πράγματος (φαγητού, καυσίμων, χρημάτων κτλ.), φαγάδικος: Είναι φαγάνα στη βενζίνη, γιατί είναι παλιό αυτοκίνητο.4. κρατικός υπάλληλος που δωροδοκείται αδιάντροπα.5. άρπαγας, σφετεριστής, φαταούλας: Πήραν συνέταιρο, αλλά ήταν φαγάνα και πέσανε έξω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.